ἀπολαυστικά

ἀπολαυστικά
ἀπολαυστικός
devoted to enjoyment
neut nom/voc/acc pl
ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός
devoted to enjoyment
fem nom/voc/acc dual
ἀπολαυστικά̱ , ἀπολαυστικός
devoted to enjoyment
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀπολαυστικάς — ἀπολαυστικά̱ς , ἀπολαυστικός devoted to enjoyment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γκρας, Γκίντερ — (Gόnter Grass, Ντάντσιχ 1927 –).Γερμανός γλύπτης, χαράκτης και συγγραφέας. Αρχικά εργάστηκε ως λιθοξόος και αργότερα σπούδασε γλυπτική. Συνεργάστηκε με διάφορα περιοδικά και διέπρεψε μεταξύ των νέων συγγραφέων της Ομάδας 47. Το 1955 δημοσίευσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”